παλυνολογία

παλυνολογία
η
(βοτ.-παλαιοντ.) επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την μελέτη τής γύρης και τών σπόρων τών φυτών καθώς και με συγκεκριμένους μικροσκοπικούς πλαγκτονικούς οργανισμούς σε αρτίγονη αλλά και σε απολιθωμένη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palynologie (< παλύνω + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλυνολόγος — ο, η (βοτ. παλαιοντ.) βιολόγος ειδικός στην παλυνολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”